σύγχορτος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] «[[περίβολος]], [[χορτάρι]], [[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔγ</i>-<i>χορτος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] «[[περίβολος]], [[χορτάρι]], [[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔγ</i>-<i>χορτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύγχορτος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται το ίδιο [[γρασίδι]], δηλ. αυτός που συνορεύει, [[συνοριακός]], [[γειτονικός]], με γεν., σε Ευρ.· <i>Φαρσαλίας σύγχορτα [[πεδία]]</i>, δηλ. μεθόρια, [[σύνορα]] Φαρσαλίας, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with the grass joining, i.e. bordering upon, marching with, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ A.Supp.5 (anap.); Οἰνόῃ σύγχορτα . . πεδία E.Fr.179: c. gen., σύγχορτοι Ὀμόλας Id.HF371 (lyr.); Φθίας . . καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα . . πεδία, i.e. the marches or boundaries of... Id.Andr.17.
German (Pape)
[Seite 971] angränzend; χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ, Aesch. Suppl. 5; Φθίας σύγχορτα ναίω πεδία, Eur. Andr. 17, vgl. Herc. F. 371; τινί, Orph. Arg. 191.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχορτος: -ον, ὅμορος, συνορεύων, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 5· Οἰνόῃ σύγχορτα... πεδία Εὐρ. Ἀποσπ. 179· ὡσαύτως μετὰ γενικ. σύγχορτοι Ὁμόλας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 371· Φθίας... καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. τὰ μεθόρια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le fourrage est le même ; limitrophe, voisin de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, χόρτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορτος (< χόρτος «περίβολος, χορτάρι, τροφή»), πρβλ. ἔγ-χορτος].
Greek Monolingual
-ον, Α
όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορτος (< χόρτος «περίβολος, χορτάρι, τροφή»), πρβλ. ἔγ-χορτος].
Greek Monotonic
σύγχορτος: -ον, αυτός που μοιράζεται το ίδιο γρασίδι, δηλ. αυτός που συνορεύει, συνοριακός, γειτονικός, με γεν., σε Ευρ.· Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. μεθόρια, σύνορα Φαρσαλίας, στον ίδ.