Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλογιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῑς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>, <i>ὑποβολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που συλλέγεται από διάφορα [[σημεία]] (α. «συλλογιμαίους [[τινάς]] ἀνθρώπων», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συλλογιμαίως]] Μ<br />με [[συλλογή]] από διάφορα μέρη («[[ἅπερ]] οἱ πρότερον βασιλεῑς... [[συλλογιμαίως]] ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλογή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>μαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπιστολ</i>-<i>ιμαῖος</i>, <i>ὑποβολ</i>-<i>ιμαῖος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συλλογῐμαῖος:''' -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογῐμαῖος Medium diacritics: συλλογιμαῖος Low diacritics: συλλογιμαίος Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: syllogimaîos Transliteration B: syllogimaios Transliteration C: syllogimaios Beta Code: sullogimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23; ἄνθρωποι Luc.Tox.19; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.

German (Pape)

[Seite 976] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; φορυτός, B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rassemblé de toutes parts.
Étymologie: συλλογή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].

Greek Monotonic

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.