συμπαράκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[παράκειμαι]]<br />[[κείμαι]] [[μαζί]] ή [[κοντά]] με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ [[παράκειμαι]]<br />[[κείμαι]] [[μαζί]] ή [[κοντά]] με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαράκειμαι:''' находиться рядом Diog. L.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαράκειμαι Medium diacritics: συμπαράκειμαι Low diacritics: συμπαράκειμαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: symparákeimai Transliteration B: symparakeimai Transliteration C: symparakeimai Beta Code: sumpara/keimai

English (LSJ)

   A to be adjacent, Epicur.Ep.2p.49U., Plb.6.53.8, Judeich Altertümer von Hierapolis 348:—Gramm., -κειμένη θέσις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων of verbs and substantives, as ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, Eust.477.42.

German (Pape)

[Seite 984] (s. κεῖμαι), mit od. zugleich dabei, daneben liegen; Epicur. bei D. L. 10, 107; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαράκειμαι: παθ., κεῖμαι πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ παράκειμαι
κείμαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ παράκειμαι
κείμαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συμπαράκειμαι: находиться рядом Diog. L.