συμπαίκτης: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[συμπαίκτρια]], ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. [[συμπαίκτειρα]] Α<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[παιχνίδι]] [[μαζί]] με άλλους, [[καθένας]] από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο [[παιχνίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην [[εξαπάτηση]] ενός τρίτου. | |mltxt=ο, θηλ. [[συμπαίκτρια]], ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. [[συμπαίκτειρα]] Α<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[παιχνίδι]] [[μαζί]] με άλλους, [[καθένας]] από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο [[παιχνίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην [[εξαπάτηση]] ενός τρίτου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαίκτης:''' ου ὁ Anth. = [[συμπαίκτωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ,= συμπαιστής, AP5.213 (Mel.):—fem. συμπαίκτρια, ἡ, Ant.Lib.21.1; συμπαίκτειρα, Orph. H.29.9. 2 in Lat. form senpectas (acc. pl.), = consolers, Benedicti Regula Monachorum 27, Gloss.
German (Pape)
[Seite 984] ὁ, der Mitspielende, Mel. 97 (V, 214).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ συμπαίζων μετά τινος, πρβλ. συμπαίκτωρ, συμπαιστὴς Ἀνθ. Π. 5. 214· ― θηλ. συμπαίκτρια, ἡ, Ἀντών. Λιβερ. 21, κτλ· συμπαίκτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 28. 9.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α
αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι
αρχ.
αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην εξαπάτηση ενός τρίτου.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α
αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι
αρχ.
αυτός που συνεργάζεται με κάποιον ή κάποιους άλλους στην εξαπάτηση ενός τρίτου.
Russian (Dvoretsky)
συμπαίκτης: ου ὁ Anth. = συμπαίκτωρ.