συμφρόνησις: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[συμφρόνασις]] Α [[συμφρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[ομοφωνία]], [[συμφωνία]], [[σύμπνοια]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονία]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[συμφρόνασις]] Α [[συμφρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[ομοφωνία]], [[συμφωνία]], [[σύμπνοια]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμφρόνησις:''' Δωρ. -ᾱσις, <i>ἡ</i>, [[συμφωνία]], [[συνένωση]], [[αρμονία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A agreement, union, Philol.10, Plb.2.37.8, J. AJ19.8.1, App.BC4.17, etc.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, Gleichheit des Sinnes od. der Meinung, Eintracht, Pol. 2, 173, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφρόνησις: Δωρ. -ᾱσις, ἡ, τὸ συμφρονεῖν, σύμπνοια, ὁμοφροσύνη, συμφωνία, Πολύβ. 2. 37, 8, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 19. 8, 1, Θέων Σμυρν. Μαθ. σ. 15Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
consentement, accord.
Étymologie: συμφρονέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.