συναναπείθω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[μεταπείθω]] κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπείθω]] «[[μεταπείθω]]»].
|mltxt=Α<br />[[μεταπείθω]] κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπείθω]] «[[μεταπείθω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναναπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], [[καταπείθω]], <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπείθω Medium diacritics: συναναπείθω Low diacritics: συναναπείθω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: synanapeíthō Transliteration B: synanapeithō Transliteration C: synanapeitho Beta Code: sunanapei/qw

English (LSJ)

   A assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.

French (Bailly abrégé)

persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].

Greek Monotonic

συναναπείθω: μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.