συναναστρέφω: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συναναστρέφομαι]]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συναναστρέφομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> στρέφομαι προς τα [[πίσω]], αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A turn back together, intr., J.BJ5.2.2, Plu.Galb.10, 25. II Pass. and Med., live together, associate with, τινι D.S.3.58, Plu.Lyc.17, Hierocl.p.58 A.; τοῖς πολίταις καλῶς SIG534.8 (Delph., iii B.C.); μοχθηρῶς φίλοις Carneisc.Herc.1027.13, cf. Phld.Rh.1.377 S.:—so in Act., Agatharch.42. 2 wrestle with, τινι LXX Ge. 30.8.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17.
Greek (Liddell-Scott)
συναναστρέφω: ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ, ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) ἀγωνίζομαι κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
French (Bailly abrégé)
1 revenir ensemble en arrière;
2 avoir des relations avec, vivre parmi;
Moy. συναναστρέφομαι (ao. συνανεστρεψάμην, ao.2 Pass. συνανεστράφην);
1 avoir des relations avec, vivre parmi;
2 lutter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναστρέφω.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συναναστρέφομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συναναστρέφομαι.
Greek Monotonic
συναναστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφομαι προς τα πίσω, αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.
II. Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.