συνανασκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[συμμετέχω]] στην [[υπονόμευση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασκάπτω]] [[επίσης]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[συμμετέχω]] στην [[υπονόμευση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασκάπτω]] [[επίσης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνανασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] επίσης, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανασκάπτω Medium diacritics: συνανασκάπτω Low diacritics: συνανασκάπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: synanaskáptō Transliteration B: synanaskaptō Transliteration C: synanaskapto Beta Code: sunanaska/ptw

English (LSJ)

   A dig up besides, τοὺς τάφους Str.8.6.23.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, auch aufgraben, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

συνανασκάπτω: ἀνασκάπτω ὡσαύτως, προσέτι, τοὺς τάφους συνανασκάπτοντες Στράβ. 381.

French (Bailly abrégé)

saper et renverser ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνασκάπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.

Greek Monotonic

συνανασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επίσης, σε Στράβ.