συνανασκάπτω: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[συμμετέχω]] στην [[υπονόμευση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασκάπτω]] [[επίσης]]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[συμμετέχω]] στην [[υπονόμευση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασκάπτω]] [[επίσης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνανασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] επίσης, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A dig up besides, τοὺς τάφους Str.8.6.23.
German (Pape)
[Seite 1000] mit, auch aufgraben, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
συνανασκάπτω: ἀνασκάπτω ὡσαύτως, προσέτι, τοὺς τάφους συνανασκάπτοντες Στράβ. 381.
French (Bailly abrégé)
saper et renverser ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνασκάπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.
Greek Monotonic
συνανασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επίσης, σε Στράβ.