συνεκκόπτω: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[εκμηδενίζω]], [[εξαλείφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκόπτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκόπτω]] «[[αποκόπτω]], [[αφαιρώ]], [[εξαλείφω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[εκμηδενίζω]], [[εξαλείφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκόπτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκόπτω]] «[[αποκόπτω]], [[αφαιρώ]], [[εξαλείφω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεκκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[κόβω]] από κοινού, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A help to cut away, X.An.4.8.8. 2 excise also, Antyll. ap. Aët.7.74; τὴν πίστιν Plu.2.1101c. 3 cut off also, κλῆμα τὸ τοὺς βότρυας ἔχον συνεκκοπέντας Gloss.
German (Pape)
[Seite 1012] mit od. zugleich aushauen, abhauen, τὰ δένδρα Xen. An. 4, 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκόπτω: ἐκκόπτω ὁμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8· σ. τὴν πίστιν Πλούτ. 2. 1101C.
French (Bailly abrégé)
retrancher ou supprimer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκκόπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].