συνεπικρίνω: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(39)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπικρίνω]]<br /><b>1.</b> [[επικρίνω]] κι εγώ κάποιον<br /><b>2.</b> συναποφασίζω για μια [[υπόθεση]].
|mltxt=Α [[ἐπικρίνω]]<br /><b>1.</b> [[επικρίνω]] κι εγώ κάποιον<br /><b>2.</b> συναποφασίζω για μια [[υπόθεση]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπικρίνω:''' (ρῑ) помогать судить Plut.: ξ. τινάς Plat. рассудить кого-л.
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικρίνω Medium diacritics: συνεπικρίνω Low diacritics: συνεπικρίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΙΝΩ
Transliteration A: synepikrínō Transliteration B: synepikrinō Transliteration C: synepikrino Beta Code: sunepikri/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A help to judge between, ἡμᾶς Pl.Lg.792c.    2 help to decide a matter, Plu.2.53b, Longin.1.2, Plot.2.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρίνω: [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, ὁμοῦ ἐν ταὐτῷ κρίνω, ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ ὅπως ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

aider à décider une question.
Étymologie: σύν, ἐπικρίνω.

Greek Monolingual

Α ἐπικρίνω
1. επικρίνω κι εγώ κάποιον
2. συναποφασίζω για μια υπόθεση.

Greek Monolingual

Α ἐπικρίνω
1. επικρίνω κι εγώ κάποιον
2. συναποφασίζω για μια υπόθεση.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρίνω: (ρῑ) помогать судить Plut.: ξ. τινάς Plat. рассудить кого-л.