υγραίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑγραίνω]] ΝΜΑ, και [[ογραίνω]] Ν [[υγρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[υγρό]], [[νοτίζω]]<br /><b>2.</b> [[διαβρέχω]], [[διαποτίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>υγραίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αποχαυνώνομαι από [[διάθεση]] για ερωτικό [[σμίξιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βουτώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]], το [[βρέχω]] («πηγαῑσιν οὐχ ὑγραίνουσι [[πόδας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[προξενώ]] [[ευκοιλιότητα]]<br /><b>3.</b> (στην [[ποίηση]]) (για ποταμό) [[ποτίζω]] μια [[χώρα]], [[αρδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) (για το [[νερό]]) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενές<br />β) (για [[στερεά]]) μετατρέπομαι σε [[υγρό]], υγροποιούμαι.
|mltxt=[[ὑγραίνω]] ΝΜΑ, και [[ογραίνω]] Ν [[υγρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[υγρό]], [[νοτίζω]]<br /><b>2.</b> [[διαβρέχω]], [[διαποτίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>υγραίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αποχαυνώνομαι από [[διάθεση]] για ερωτικό [[σμίξιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βουτώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]], το [[βρέχω]] («πηγαῖσιν οὐχ ὑγραίνουσι [[πόδας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[προξενώ]] [[ευκοιλιότητα]]<br /><b>3.</b> (στην [[ποίηση]]) (για ποταμό) [[ποτίζω]] μια [[χώρα]], [[αρδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) (για το [[νερό]]) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενές<br />β) (για [[στερεά]]) μετατρέπομαι σε [[υγρό]], υγροποιούμαι.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν υγρός
1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω
2. διαβρέχω, διαποτίζω
νεοελλ.-μσν.
παθ. υγραίνομαι
μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο
αρχ.
1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, το βρέχω («πηγαῖσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας», Ευρ.)
2. ιατρ. προξενώ ευκοιλιότητα
3. (στην ποίηση) (για ποταμό) ποτίζω μια χώρα, αρδεύω
4. παθ. α) (για το νερό) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενές
β) (για στερεά) μετατρέπομαι σε υγρό, υγροποιούμαι.