ταυρογάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ογκώδη [[κοιλιά]] σαν τον ταύρο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερμεγέθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-<i>γάστωρ</i>].
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ογκώδη [[κοιλιά]] σαν τον ταύρο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερμεγέθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-<i>γάστωρ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταυρογάστωρ:''' -ορος, ὁ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει [[κοιλιά]] ταύρου· μεταφ., [[τεράστιος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρογάστωρ Medium diacritics: ταυρογάστωρ Low diacritics: ταυρογάστωρ Capitals: ΤΑΥΡΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: taurogástōr Transliteration B: taurogastōr Transliteration C: tavrogastor Beta Code: tauroga/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A with bull's paunch: metaph., enormous, APl.4.52 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1073] ορος, ὁ, Stierbauch, Philp. 46 (Plan. 52).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρογάστωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἔχων κοιλίαν ταύρου· μεταφορ., ὑπερμεγέθης, Ἀνθ. Πλαν. 52.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
au ventre de taureau.
Étymologie: ταῦρος, γαστήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
1. αυτός που έχει ογκώδη κοιλιά σαν τον ταύρο
2. μτφ. υπερμεγέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ὑδρο-γάστωρ].

Greek Monotonic

ταυρογάστωρ: -ορος, ὁ (γαστήρ), αυτός που έχει κοιλιά ταύρου· μεταφ., τεράστιος, σε Ανθ.