τηλέπυλος: Difference between revisions

From LSJ

οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύλες σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] τη μια από την [[άλλη]] («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψί</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύλες σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] τη μια από την [[άλλη]] («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψί</i>-<i>πυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τηλέπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει πύλες που βρίσκονται [[μακριά]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέπῠλος Medium diacritics: τηλέπυλος Low diacritics: τηλέπυλος Capitals: ΤΗΛΕΠΥΛΟΣ
Transliteration A: tēlépylos Transliteration B: tēlepylos Transliteration C: tilepylos Beta Code: thle/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with gates far apart, τ. Λαιστρυγονίην Od.10.82, 23.318; but it is now written Τηλέπυλον as a pr. n., Laestrygonian Telepylus.

German (Pape)

[Seite 1106] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl. : μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι.

Greek (Liddell-Scott)

τηλέπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας λίαν ἀλλήλων διισταμένας, κειμένας πόρρω ἀλλήλων, τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον ὄνομα πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes éloignées les unes des autres, càd à la vaste enceinte.
Étymologie: τῆλε, πύλη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πύλες σε μεγάλη απόσταση τη μια από την άλλη («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. ὑψί-πυλος].

Greek Monotonic

τηλέπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες που βρίσκονται μακριά μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ.