ὑπόλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[λεπτός]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια [[μορφή]] λεπτότητας, ο [[κάπως]] [[λεπτός]] («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=-ον, Α [[λεπτός]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια [[μορφή]] λεπτότητας, ο [[κάπως]] [[λεπτός]] («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόλεπτος:''' -ον, κάπως [[λεπτός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλεπτος Medium diacritics: ὑπόλεπτος Low diacritics: υπόλεπτος Capitals: ΥΠΟΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hypóleptos Transliteration B: hypoleptos Transliteration C: ypoleptos Beta Code: u(po/leptos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat thin, ῥόος Aret.SD2.11, cf. Luc.Philops. 34, Ael.NA16.15.

German (Pape)

[Seite 1223] etwas dünn, sein, zart; Philostr. imagg. 2, 29; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλεπτος: -ον, ὀλίγον τι λεπτός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu mince, grêle.
Étymologie: ὑπό, λεπτός.

Greek Monolingual

-ον, Α λεπτός
αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὑπόλεπτος: -ον, κάπως λεπτός, σε Λουκ.