τρέξιμο: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> πολύ γρήγορο [[βάδισμα]] που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη [[διαδοχή]] τών ποδιών<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) ροή, [[εκροή]], [[χύσιμο]] («το [[τρέξιμο]] του νερού»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τρεξίματα</i><br />έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή [[υπόθεση]], αλλ. [[τρεχάματα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «του γαϊδάρου το [[τρέξιμο]] λίγο κρατεί» — λέγεται για άνθρωπο μικρής σωματικής αντοχής ή, [[κυρίως]], πνευματικής αντίληψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έτρεξα</i> του [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παίξ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> πολύ γρήγορο [[βάδισμα]] που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη [[διαδοχή]] τών ποδιών<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) ροή, [[εκροή]], [[χύσιμο]] («το [[τρέξιμο]] του νερού»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τρεξίματα</i><br />έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή [[υπόθεση]], αλλ. [[τρεχάματα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «του γαϊδάρου το [[τρέξιμο]] λίγο κρατεί» — λέγεται για άνθρωπο μικρής σωματικής αντοχής ή, [[κυρίως]], πνευματικής αντίληψης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έτρεξα</i> του [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[παίξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:32, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. πολύ γρήγορο βάδισμα που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη διαδοχή τών ποδιών
2. (για υγρό) ροή, εκροή, χύσιμο («το τρέξιμο του νερού»)
3. στον πληθ. τα τρεξίματα
έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή υπόθεση, αλλ. τρεχάματα
4. παροιμ. «του γαϊδάρου το τρέξιμο λίγο κρατεί» — λέγεται για άνθρωπο μικρής σωματικής αντοχής ή, κυρίως, πνευματικής αντίληψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έτρεξα του τρέχω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].