συντράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α<br />[[ομοτράπεζος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βίον ἔχω συντράπεζον» — [[συζώ]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-<i>τράπεζος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α<br />[[ομοτράπεζος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βίον ἔχω συντράπεζον» — [[συζώ]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-<i>τράπεζος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντράπεζος:''' [ᾰ], -ον ([[τράπεζα]]), [[ομοτράπεζος]], αυτός που δειπνεί στο ίδιο [[τραπέζι]], [[σύντροφος]] στο [[δείπνο]], συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· <i>βίον συντράπεζον ἔχειν</i>, [[συζώ]], [[συμβιώνω]] με κάποιον, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντράπεζος Medium diacritics: συντράπεζος Low diacritics: συντράπεζος Capitals: ΣΥΝΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: syntrápezos Transliteration B: syntrapezos Transliteration C: syntrapezos Beta Code: suntra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A messmate, X.An.1.9.31; βίον σ. ἔχειν live with one, E.Andr.658; of a dog, Babr.74.7.

Greek (Liddell-Scott)

συντράπεζος: [ᾰ], -ον, ὁμοτράπεζος, ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de table, commensal.
Étymologie: σύν, τράπεζα.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α
ομοτράπεζος
αρχ.
φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» — συζώ με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι-τράπεζος].

Greek Monotonic

συντράπεζος: [ᾰ], -ον (τράπεζα), ομοτράπεζος, αυτός που δειπνεί στο ίδιο τραπέζι, σύντροφος στο δείπνο, συνδαιτημόνας, σε Ξεν.· βίον συντράπεζον ἔχειν, συζώ, συμβιώνω με κάποιον, σε Ευρ.