χιόνεος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α<br />όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονώδης]] («[[χιονέα]] πρόσωπα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[χιόνι]] («χιόνεαι νιφάδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i>)].
|mltxt=-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α<br />όμοιος με [[χιόνι]], [[χιονάτος]], [[χιονώδης]] («[[χιονέα]] πρόσωπα», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[χιόνι]] («χιόνεαι νιφάδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χῐόνεος:''' -α, -ον ([[χιών]]), [[χιονισμένος]], [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], σε Βίωνα, Ανθ. (<i>ῑ</i> σε εξάμετρο στίχο).
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐόνεος Medium diacritics: χιόνεος Low diacritics: χιόνεος Capitals: ΧΙΟΝΕΟΣ
Transliteration A: chióneos Transliteration B: chioneos Transliteration C: chioneos Beta Code: xio/neos

English (LSJ)

α, ον, (χιών)

   A snowy, snow-white, χιτῶνες Asius 13.3; σάρξ Bion 1.10; στήθεα Scol.Anon.26 (Diehl Anthologia Lyrica (ed. 1) ii 188).    2 of or from snow, ὕδατα Lyr.Alex.Adesp.37.12; νιφάδες AP9.244 (Apollonid.); κρύσταλλος ib.753 (Claudian.). [ῐ by nature, but ῑ metri gr. in hexam.]

German (Pape)

[Seite 1356] von Schnee, schneeig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); σάρξ Rufin. 2 (V, 35); ποταμός Caluth. 230; auch von Kleidern, »schneeweiß«, Asius bei Ath. 525.

Greek (Liddell-Scott)

χιόνεος: -α, -ον, (χιών) ὅμοιος πρὸς χιόνα, λευκὸς ὡς ἡ χιών, χιτὼν Ἄσιος ἐν Ἀποσπ. 2· σὰρξ Βίων 1. 10· νιφάδες Ἀνθ. Π. 9. 244· κρύσταλλος αὐτόθι 753. [ῑ ἐν ἑξαμέτρῳ].

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de neige;
2 d’une blancheur de neige.
Étymologie: χιών.

Greek Monolingual

-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α
όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδηςχιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσ-εος)].

Greek Monotonic

χῐόνεος: -α, -ον (χιών), χιονισμένος, λευκός σαν το χιόνι, σε Βίωνα, Ανθ. ( σε εξάμετρο στίχο).