Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρυμούς και [[οκτώ]] ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... [[ἅρμα]] τετράρρυμόν τε και ἵππων [[ὀκτώ]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρρυμος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρυμούς και [[οκτώ]] ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... [[ἅρμα]] τετράρρυμόν τε και ἵππων [[ὀκτώ]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρρυμος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] πώλους, δηλ. [[οκτώ]] άλογα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρρῡμος Medium diacritics: τετράρρυμος Low diacritics: τετράρρυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrárrymos Transliteration B: tetrarrymos Transliteration C: tetrarrymos Beta Code: tetra/rrumos

English (LSJ)

ον,

   A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr.V A2.42.    II τετράρυμον ἄμφοδον = complitus (sic), Gloss. (from ῥύμη street).

Greek (Liddell-Scott)

τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύ-ρρυμος)].

Greek Monotonic

τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.