ὑποτείχισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίσματος, τὸ, Α [[ὑποτειχίζω]]<br />το εγκάρσιο [[τείχος]]. | |mltxt=-ίσματος, τὸ, Α [[ὑποτειχίζω]]<br />το εγκάρσιο [[τείχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποτείχισμα:''' -ατος, τό, εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A cross-wall, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτείχισμα: τό, ἐγκάρσιον τεῖχος, Θουκ. 6. 100.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mur de soutien construit au-dessous.
Étymologie: ὑποτειχίζω.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α ὑποτειχίζω
το εγκάρσιο τείχος.
Greek Monotonic
ὑποτείχισμα: -ατος, τό, εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.