χαλκόπυλος: Difference between revisions
(46) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πυλος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πυλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκόπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· [[χαλκόπυλος]] [[θεά]], επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with gates of brass or bronze, ἱρόν Hdt.1.181; χ. θεά, epith. of Athena, E.Tr.1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernen oder kupfernen Thoren, Pforten, Her. 1, 181; θεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt, Eur. Troad. 1113, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, ἱερὸν Ἡρόδ. 1. 181· χαλκ. θεά, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς ὡς τὸ χαλκίοικος, Εὐρ. Τρῳ. 1113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux portes d’airain.
Étymologie: χαλκός, πύλη.
English (Slater)
χαλκόπῠλος
1 with gates of bronze ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.)
2. (ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί-πυλος, μακρό-πυλος].
Greek Monotonic
χαλκόπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· χαλκόπυλος θεά, επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ.