υπάργυρος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(43)
 
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πέτρωμα]], γη, [[ορυκτό]]) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει [[φλέβα]] αργύρου («[[ὑπάργυρος]] [[πέτρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) ο αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>3.</b> [[επάργυρος]]·4. (για [[σκεύος]]) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] [[ἐπίτηκτος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[προϊόν]]) αυτός που έχει [[αξία]] ίση με το [[βάρος]] του σε άργυρο<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπάργυρον<br />τὸ [[κιννάμωμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-[[άργυρος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πέτρωμα]], γη, [[ορυκτό]]) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει [[φλέβα]] αργύρου («[[ὑπάργυρος]] [[πέτρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) ο αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>3.</b> [[επάργυρος]]·4. (για [[σκεύος]]) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] [[ἐπίτηκτος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[προϊόν]]) αυτός που έχει [[αξία]] ίση με το [[βάρος]] του σε άργυρο<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπάργυρον<br />τὸ [[κιννάμωμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-[[άργυρος]])].
}}
}}

Revision as of 16:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.
β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα αργύρου («ὑπάργυρος πέτρα», Ευρ.)
2. (για μέταλλο) ο αναμεμιγμένος με άργυρο
3. επάργυρος·4. (για σκεύος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος», επιγρ.)
5. (για προϊόν) αυτός που έχει αξία ίση με το βάρος του σε άργυρο
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπάργυρον
τὸ κιννάμωμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. ἐπ-άργυρος)].