ὑλίζω: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(42)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στραγγίζω]], [[διυλίζω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τη [[μύτη]]) [[σκουπίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> με σημ. «[[καθίζημα]], [[κατακάθι]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στραγγίζω]], [[διυλίζω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τη [[μύτη]]) [[σκουπίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> με σημ. «[[καθίζημα]], [[κατακάθι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[διυλίζω]], [[στραγγίζω]]· βλ. δι-[[υλίζω]] (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλίζω Medium diacritics: ὑλίζω Low diacritics: υλίζω Capitals: ΥΛΙΖΩ
Transliteration A: hylízō Transliteration B: hylizō Transliteration C: ylizo Beta Code: u(li/zw

English (LSJ)

[ῡ],

   A filter, strain, PMag.Lond.46.71, PSI4.297.17 (prob. v A. D.):—Pass., δι' ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι, Dsc.3.7, Placit.3.16.5; τὸ ἀφθόνως ὑλιζόμενον ἐν σπηλαίοις Dsc.5.98 codd. (ὑετιζόμενον cj. Wellmann): cf. ἀφ-, διυλίζω.    II ὑ. τὰς ῥῖνας wipe the nose (cf. ὕλη IV. 2), Cratin.354. (Acc. to Gramm. from ὗλις (q. v.), transposed for ἰλύς, EM180.10; cf. ὕλη IV.)

German (Pape)

[Seite 1177] reinigen, von Unreinigkeit, bes. Bodensatz, durchseihen, τὰ διὰ τῆς τέφρας ὑλιζόμενα, Plut. plac. phil. 3, 16; τὰς ῥῖνας ὑλίζειν, die Nase schneuzen, Cratin. bei Poll. 2, 78. – Die Gramm. leiteten es von ὗλις ab, welches durch Umstellung aus ἰλύς entstanden sein sollte.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλίζω: μέλλ. -ίσω, διυλίζω, «στραγγίζω». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. διυλίζω· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. (Κατὰ τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.)

French (Bailly abrégé)

filtrer, clarifier, purifier.
Étymologie: ὕλη.

Spanish

majar

Greek Monolingual

Α
1. στραγγίζω, διυλίζω
2. (σχετικά με τη μύτη) σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη με σημ. «καθίζημα, κατακάθι»].

Greek Monotonic

ὑλίζω: μέλ. -ίσω, διυλίζω, στραγγίζω· βλ. δι-υλίζω (αμφίβ. προέλ.).