φυκτός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αποφύγει, [[φευκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. με [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>- προ του -<i>τ</i>-].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αποφύγει, [[φευκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. με [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>- προ του -<i>τ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φυκτός:''' -ή, -όν, αρχ. [[τύπος]] του [[φευκτός]], αυτός που μπορεί να αποφευχθεί ή να δραπετεύσει, να φύγει, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυκτός Medium diacritics: φυκτός Low diacritics: φυκτός Capitals: ΦΥΚΤΟΣ
Transliteration A: phyktós Transliteration B: phyktos Transliteration C: fyktos Beta Code: fukto/s

English (LSJ)

ή, όν, older and poet. form of φευκτός,

   A to be shunned or escaped, avoidable, οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται Il.16.128, cf. Od.8.299, 14.489.

German (Pape)

[Seite 1313] bloß poet. adj. verb. von φεύγω, dem man entfliehen kann, vermeidlich, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φυκτός: -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φευκτός, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de φεύγω.

English (Autenrieth)

(φεύγω): to be escaped; neut. pl. impers., οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, ‘there is no escape more,’ Il. 16.128, Od. 8.299.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει, φευκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. φεύγω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. με τροπή του -γ- σε -κ- προ του -τ-].

Greek Monotonic

φυκτός: -ή, -όν, αρχ. τύπος του φευκτός, αυτός που μπορεί να αποφευχθεί ή να δραπετεύσει, να φύγει, σε Όμηρ.