Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριμελής: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] [[μέλη]] («[[τριμελής]] [[επιτροπή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριμελές</i><br />δικαστήριο αποτελούμενο από [[τρία]] [[μέλη]] («η [[υπόθεση]] θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] [[μέλη]] («[[τριμελής]] [[επιτροπή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριμελές</i><br />δικαστήριο αποτελούμενο από [[τρία]] [[μέλη]] («η [[υπόθεση]] θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[μελής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐμελής:''' муз. состоящий из трех напевов Plut.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμελής Medium diacritics: τριμελής Low diacritics: τριμελής Capitals: ΤΡΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: trimelḗs Transliteration B: trimelēs Transliteration C: trimelis Beta Code: trimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλητριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονο-μελής].

Russian (Dvoretsky)

τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.