ταρβόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύνη, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[τρομακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. [[ταρβοσύνη]] (<b>πρβλ.</b> [[γηθοσύνη]]: [[γηθόσυνος]])].
|mltxt=-ύνη, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[τρομακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. [[ταρβοσύνη]] (<b>πρβλ.</b> [[γηθοσύνη]]: [[γηθόσυνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταρβόσυνος:''' -η, -ον, [[τρομερός]], [[δεινός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβόσυνος Medium diacritics: ταρβόσυνος Low diacritics: ταρβόσυνος Capitals: ΤΑΡΒΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: tarbósynos Transliteration B: tarbosynos Transliteration C: tarvosynos Beta Code: tarbo/sunos

English (LSJ)

η, ον,

   A affrighted or affrighting, φόβος A.Th. 240 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1071] erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβόσυνος: -η, -ον, τάρβος ἐμποιῶν, δεινός, τρομερός, ταρβ. φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 240.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
effrayé, épouvanté.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-ύνη, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός
2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)].

Greek Monotonic

ταρβόσυνος: -η, -ον, τρομερός, δεινός, σε Αισχύλ.