ὑψίκομος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(44)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίκομος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α<br />(για [[δέντρο]]) αυτός που έχει το φύλλωμά του [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός του οποίου οι βόστρυχοι [[είναι]] δεμένοι [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για όρος) [[υψικόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίκομος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α<br />(για [[δέντρο]]) αυτός που έχει το φύλλωμά του [[ψηλά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός του οποίου οι βόστρυχοι [[είναι]] δεμένοι [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για όρος) [[υψικόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>οξύ</i>-<i>κομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], [[απέραντος]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκομος Medium diacritics: ὑψίκομος Low diacritics: υψίκομος Capitals: ΥΨΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hypsíkomos Transliteration B: hypsikomos Transliteration C: ypsikomos Beta Code: u(yi/komos

English (LSJ)

ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—

   A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95.    2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.

English (Autenrieth)

(κόμη): with lofty foliage.

English (Slater)

ὑψῐκομος, -ον
   1 with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α
(για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά
αρχ.
1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά
2. (για όρος) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ-κομος].

Greek Monotonic

ὑψίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, απέραντος, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.