τριακόσιοι: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, -α / [[τριακόσιοι]], -αι, -α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, -ες, -α, Ν, και [[τριακάσιοι]] και ιων. τ. [[τριηκόσιοι]] και δωρ. τ. [[τριακάτιοι]], -αι, -α, Α<br />(απόλ. αριθμ.)<br /><b>1.</b> αυτοί που αποτελούνται από [[τρεις]] εκατοντάδες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[ποσότητα]] τριών εκατοντάδων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι [[τριακόσιοι]]<br />οι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες [[μαζί]] με τον Λεωνίδα το 480 π.Χ. πολεμώντας τους Πέρσες εισβολείς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρ</i>(<i>ι</i>)<i>ακόσ</i>(<i>ι</i>)<i>α</i><br />α) ο [[αριθμός]] 300 και η συμβολική του [[παράσταση]]<br />β) το [[έτος]] 300<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) (στην Αθήνα) οι πιο πλούσιοι από τις συμμορίες, δηλ. από τις φορολογούμενες ομάδες τών πολιτών<br />β) δικαστικό [[συνέδριο]] στα [[Μέγαρα]] και στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ: <i>τριᾱ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσιοι</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εκατό]]), όπου το -<i>ο</i>- αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i> / -<i>κοστός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>, <i>τρια</i>-<i>κοστός</i>), ενώ το -<i>σ</i>- με συριστικοποίησή του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύσις]]: [[φυτό]])]. | |mltxt=-ες, -α / [[τριακόσιοι]], -αι, -α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, -ες, -α, Ν, και [[τριακάσιοι]] και ιων. τ. [[τριηκόσιοι]] και δωρ. τ. [[τριακάτιοι]], -αι, -α, Α<br />(απόλ. αριθμ.)<br /><b>1.</b> αυτοί που αποτελούνται από [[τρεις]] εκατοντάδες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[ποσότητα]] τριών εκατοντάδων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι [[τριακόσιοι]]<br />οι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες [[μαζί]] με τον Λεωνίδα το 480 π.Χ. πολεμώντας τους Πέρσες εισβολείς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρ</i>(<i>ι</i>)<i>ακόσ</i>(<i>ι</i>)<i>α</i><br />α) ο [[αριθμός]] 300 και η συμβολική του [[παράσταση]]<br />β) το [[έτος]] 300<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) (στην Αθήνα) οι πιο πλούσιοι από τις συμμορίες, δηλ. από τις φορολογούμενες ομάδες τών πολιτών<br />β) δικαστικό [[συνέδριο]] στα [[Μέγαρα]] και στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ: <i>τριᾱ</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσιοι</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εκατό]]), όπου το -<i>ο</i>- αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i> / -<i>κοστός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>, <i>τρια</i>-<i>κοστός</i>), ενώ το -<i>σ</i>- με συριστικοποίησή του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύσις]]: [[φυτό]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριᾱκόσιοι:''' Ιων. [[τριηκόσιοι]], -αι, -α,<br /><b class="num">I.</b> [[τριακόσιοι]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, με περιληπτικό όνομα στον ενικό, [[ἵππος]] τριακόσιος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> οἱ [[τριακόσιοι]], στην Αθήνα, οι πλουσιώτατοι των <i>συμμοριῶν</i>, οι οποίοι διηύθυναν τις υποθέσεις αυτών, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> οι Τριακόσιοι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. and Ion. τρῐηκ-, Dor. τριακάτιοι (q. v.), αι, α,
A three hundred, Il.11.697, Hes. Th.715, Hdt.7.202, etc. II οἱ τ. at Athens, the richest members of the συμμορίαι, D.2.29, 18.171, etc. 2 a judicial body at Megara, Id.19.295: cf. τριακάσιοι.
Greek (Liddell-Scott)
τριακόσιοι: τριακόσιοι, Ἐπιγρ. Τεγέας, L. et. F. 340e.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
trois cents ; collect. au sg. ἵππος τριακόσιος XÉN corps de trois cents hommes de cavalerie.
Étymologie: τρεῖς, -κόσιοι.
English (Strong)
plural from τρεῖς and ἑκατόν; three hundred: three hundred.
English (Thayer)
τριακόσιαι, τριακόσια, three hundred: Homer down.)
Greek Monolingual
-ες, -α / τριακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, -ες, -α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμ.)
1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες
2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων
3. το αρσ. ως ουσ. οι τριακόσιοι
οι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα το 480 π.Χ. πολεμώντας τους Πέρσες εισβολείς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρ(ι)ακόσ(ι)α
α) ο αριθμός 300 και η συμβολική του παράσταση
β) το έτος 300
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. α) (στην Αθήνα) οι πιο πλούσιοι από τις συμμορίες, δηλ. από τις φορολογούμενες ομάδες τών πολιτών
β) δικαστικό συνέδριο στα Μέγαρα και στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ: τριᾱ- (βλ. λ. τριά-κοντα) + -κόσιοι < -κάτιοι (βλ. λ. εκατό), όπου το -ο- αναλογικά προς τα -κοντα / -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- με συριστικοποίησή του -τ- πριν από το -ι- (πρβλ. φύσις: φυτό)].
Greek Monotonic
τριᾱκόσιοι: Ιων. τριηκόσιοι, -αι, -α,
I. τριακόσιοι, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, με περιληπτικό όνομα στον ενικό, ἵππος τριακόσιος, σε Ξεν.
II. 1. οἱ τριακόσιοι, στην Αθήνα, οι πλουσιώτατοι των συμμοριῶν, οι οποίοι διηύθυναν τις υποθέσεις αυτών, σε Δημ.
2. οι Τριακόσιοι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.