τόπαζος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πολύτιμος]] ορυκτόλιθος, [[πιθανώς]] ο [[χρυσόλιθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[τοπάζιον]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πολύτιμος]] ορυκτόλιθος, [[πιθανώς]] ο [[χρυσόλιθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[τοπάζιον]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τόπαζος:''' ὁ, κίτρινο [[τοπάζι]], [[χρυσόλιθος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόπαζος Medium diacritics: τόπαζος Low diacritics: τόπαζος Capitals: ΤΟΠΑΖΟΣ
Transliteration A: tópazos Transliteration B: topazos Transliteration C: topazos Beta Code: to/pazos

English (LSJ)

ὁ, a gem of green hue (Plin.HN37.107), hence prob.

   A chrysolite or peridot, AP6.329 (Leon.Alex.), J.AJ3.7.5, D.P.1121, Orph. L.278:—also τόπαζον, τό, Eust.ad D.P. l.c.; τοπάζιον, LXX Ex.28.17, Ps.118(119).127, Str.16.4.6, D.S.3.39, Apoc.21.20:—Pliny (HN l.c.) gives the name of topazon (v.l. topazium) to two varieties. (From the Trogodyte language acc. to Plin. l. c.; perh. the same as ταβάσιος.)

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, der Topas, ein durchsichtiger, goldglänzender Edelstein, zu unterscheiden von dem undurchsichtigen, grünen Topas des Plinius, welcher eine Jaspis- od. Achatart zu sein scheint, D. Per. 1121.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
topaze, pierre précieuse de couleur jaune verdâtre.
Étymologie: DELG emprunt orient.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πολύτιμος ορυκτόλιθος, πιθανώς ο χρυσόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τοπάζιον, κατά τα αρσ. σε -ος].

Greek Monotonic

τόπαζος: ὁ, κίτρινο τοπάζι, χρυσόλιθος, σε Ανθ.