τρώκτης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ανώμαλος]] τ. θηλ. [[τρωκτίς]], -[[ίδος]], Μ [[τρώγω]]<br />αυτός που ροκανίζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταχραστής]]<br /><b>2.</b> [[κερδοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρώγλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]] με κοφτερά δόντια, [[αμία]], γουφάρι<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[άπληστος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τον <b>Φώτ.</b> και τον <b>Ευστ.</b>) [[πανούργος]], [[απατεώνας]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ανώμαλος]] τ. θηλ. [[τρωκτίς]], -[[ίδος]], Μ [[τρώγω]]<br />αυτός που ροκανίζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταχραστής]]<br /><b>2.</b> [[κερδοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρώγλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]] με κοφτερά δόντια, [[αμία]], γουφάρι<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[άπληστος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τον <b>Φώτ.</b> και τον <b>Ευστ.</b>) [[πανούργος]], [[απατεώνας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρώκτης:''' -ου, ὁ ([[τρώγω]]), [[φαγάς]], αυτός που ροκανίζει· οι Φοίνικες έμποροι καλούνταν <i>τρῶκται</i>, δηλ. άπληστοι κατεργάρηδες, απατεώνες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>τρῶκται χεῖρες</i>, τα άπληστα χέρια του τοκογλύφου, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (τρώγω)
A gnawer, mibbler: but in Od.14.289, 15.416, Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves; so τ. σφόδρ' ἐστίν Com.Adesp.606; and Gramm. explain τρώκτης by φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών, Hsch., Phot., Eust.1757.51; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.Her.Prooem.1. 2 as Adj., τρῶκται χεῖρες greedy hands, of a usurer, AP9.409 (Antiphan., dub. cj.). II a sea-fish with sharp teeth, = ἀμία (q.v.), Ael.NA1.5.
Greek (Liddell-Scott)
τρώκτης: -ου, ὁ, (τρώγω) ὁ τρώγων, κατατρώγων, «φαγᾶς», ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 415, Φοίνικες... ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ σημαίνει: πανοῦργοι, κερδαλέοι, ἀπατεῶνες, Φοίνιξ ἦλθεν ἀνήρ, ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης, «τρώκτην, ὅ ἐστι φάγον, φιλοκερδῆ, φιλάργυρον, ἐκ παντὸς ἐθέλοντα τρώγειν, ὅ ἐστι κερδαίνειν, κατὰ τοὺς παλαιοὺς δὲ ἀπατεῶνα, παραλογιστὴν» (Εὐστ.)· Ὀδ. Ξ. 288· τρ. σφόδρ’ ἐστίν Κωμ. Ἀνώνυμ. 236.· πρβλ. Φιλόστρ. 660. 2) ὡς ἐπίθ., τρῶκται χεῖρες, αἱ ἄπληστοι χεῖρες τοῦ τοκογλύφου, Ἀνθ. Π. 9. 409. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων ὀξεῖς ὀδόντας, ὁ λεγόμενος ἀμία νῦν «γουφάρι» (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 76), Αἰλ. π. Ζ. 1. 5, Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 554. ΙΙΙ. = τρὼξ Ι, Ἱερακοσόφ. (Ἐκ τοῦ τρώκτης παρήχθη τὸ Λατ. tructus, tructa, Ἰταλ. truta, Γαλλ. truit, Ἀγγλ. trout). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 228.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui mange, qui croque, particul. des fruits crus (noix, amandes, etc.) ; en parl. de pers. avide, vorace, rapace;
2 autre nom du poisson de mer ἀμία.
Étymologie: τρώγω.
English (Autenrieth)
deceiver, knave, Od. 14.289 and Od. 15.415.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, -ίδος, Μ τρώγω
αυτός που ροκανίζει κάτι
νεοελλ.
1. καταχραστής
2. κερδοσκόπος
μσν.
τρώγλη
αρχ.
1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία, γουφάρι
2. ως επίθ. άπληστος
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και τον Ευστ.) πανούργος, απατεώνας.
Greek Monotonic
τρώκτης: -ου, ὁ (τρώγω), φαγάς, αυτός που ροκανίζει· οι Φοίνικες έμποροι καλούνταν τρῶκται, δηλ. άπληστοι κατεργάρηδες, απατεώνες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τρῶκται χεῖρες, τα άπληστα χέρια του τοκογλύφου, σε Ανθ.