ὑποπέρδομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πέρδομαι]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[πέρδομαι]] [[χωρίς]] θόρυβο, [[κλάνω]] [[χωρίς]] να ακουστώ.
|mltxt=Α [[πέρδομαι]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[πέρδομαι]] [[χωρίς]] θόρυβο, [[κλάνω]] [[χωρίς]] να ακουστώ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπέρδομαι:''' αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>ὑπέπαρδον</i>, [[πέρδομαι]], [[κλάνω]] λίγο, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπέρδομαι Medium diacritics: ὑποπέρδομαι Low diacritics: υποπέρδομαι Capitals: ΥΠΟΠΕΡΔΟΜΑΙ
Transliteration A: hypopérdomai Transliteration B: hypoperdomai Transliteration C: ypoperdomai Beta Code: u(pope/rdomai

English (LSJ)

Med.,

   A break wind a little, Ar.Ra.1097 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πέρδω), dazu oder leise farzen, suppedere, Ar. Ran. 1095.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπέρδομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ. ὑπέπαρδον, πέρδομαι ἠρέμα, «κουφοκλάνω», Λατ. suppedere, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1095.

French (Bailly abrégé)

lâcher un pet tout doucement.
Étymologie: ὑπό, πέρδομαι.

Greek Monolingual

Α πέρδομαι
(αποθ.) πέρδομαι χωρίς θόρυβο, κλάνω χωρίς να ακουστώ.

Greek Monotonic

ὑποπέρδομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ὑπέπαρδον, πέρδομαι, κλάνω λίγο, σε Αριστ.