τρεμουλιάρης: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άρα, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από σπασμούς τών [[άκρων]]<br /><b>2.</b> αυτός που κρυώνει εύκολα<br /><b>3.</b> πολύ [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρεμούλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλαψ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=-άρα, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από σπασμούς τών [[άκρων]]<br /><b>2.</b> αυτός που κρυώνει εύκολα<br /><b>3.</b> πολύ [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρεμούλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[κλαψιάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

-άρα, -ικο, Ν
1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων
2. αυτός που κρυώνει εύκολα
3. πολύ δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψιάρης)].