ὑπεκπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] [[κρυφά]].
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] [[κρυφά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] [[μακριά]] [[μυστικά]], σε Θουκ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, τὸ Φωκέων [[πέδον]] ὑπεξεπέμφθην, στάλθηκα [[κρυφά]], [[μυστικά]] στην [[Φωκίδα]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπέμπω Medium diacritics: ὑπεκπέμπω Low diacritics: υπεκπέμπω Capitals: ΥΠΕΚΠΕΜΠΩ
Transliteration A: hypekpémpō Transliteration B: hypekpempō Transliteration C: ypekpempo Beta Code: u(pekpe/mpw

English (LSJ)

   A send out secretly, δύο ναῦς Th.4.8; ὑ. τινὰ χθονός E.Hec.6; ὑ. [τινὰ] λάθρᾳ ἄλλους ἐς οἴκους Id.Andr.47:—Pass., c. acc. loci, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην to Phocis, S.El.1350.

German (Pape)

[Seite 1186] heimlich heraus-, fort-, wegschicken; οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθείᾳ χεροῖν Soph. El. 1342; τῆς χθονός Eur. Hec. 6; Thuc. 4, 8; Plut. Thes. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπέμπω: ἐκπέμπω κρυφίως, δύο νέας Θουκ. 4. 8· ὑπ. τινὰ χθονὸς Εὐρ. Ἑκ. 6· ὑπ. τινὰ λάθρα ἄλλους ἐς οἴκους ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 47. ― Παθητ., μετ’ αἰτ. τόπου, οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν Σοφ. Ἠλ. 1350 πρβλ. ὑπεκτίθεμαι.

French (Bailly abrégé)

envoyer secrètement hors de : τινα χθονός EUR qqn hors d’un pays ; Pass. être envoyé secrètement vers ou dans, acc. ; soustraire en envoyant, envoyer pour mettre à l’abri.
Étymologie: ὑπό, ἐκπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἐκπέμπω
αποστέλλω κρυφά.

Greek Monotonic

ὑπεκπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά μυστικά, σε Θουκ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην, στάλθηκα κρυφά, μυστικά στην Φωκίδα, σε Σοφ.