ὑπεκπέμπω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπέμπω Medium diacritics: ὑπεκπέμπω Low diacritics: υπεκπέμπω Capitals: ΥΠΕΚΠΕΜΠΩ
Transliteration A: hypekpémpō Transliteration B: hypekpempō Transliteration C: ypekpempo Beta Code: u(pekpe/mpw

English (LSJ)

send out secretly, δύο ναῦς Th.4.8; ὑ. τινὰ χθονός E.Hec.6; ὑ. [τινὰ] λάθρᾳ ἄλλους ἐς οἴκους Id.Andr.47:—Pass., c. acc. loci, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην to Phocis, S.El.1350.

German (Pape)

[Seite 1186] heimlich heraus-, fort-, wegschicken; οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθείᾳ χεροῖν Soph. El. 1342; τῆς χθονός Eur. Hec. 6; Thuc. 4, 8; Plut. Thes. 35.

French (Bailly abrégé)

envoyer secrètement hors de : τινα χθονός EUR qqn hors d'un pays ; Pass. être envoyé secrètement vers ou dans, acc. ; soustraire en envoyant, envoyer pour mettre à l'abri.
Étymologie: ὑπό, ἐκπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπέμπω: тайно посылать (τινὰ Τρωϊκῆς χθονός Eur.; δύο ναῦς Thuc.): ὑπεκπεμφθῆναι τὸ Φωκέων πέδον Soph. быть тайно посланным в Фокидскую равнину.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπέμπω: ἐκπέμπω κρυφίως, δύο νέας Θουκ. 4. 8· ὑπ. τινὰ χθονὸς Εὐρ. Ἑκ. 6· ὑπ. τινὰ λάθρα ἄλλους ἐς οἴκους ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 47. ― Παθητ., μετ’ αἰτ. τόπου, οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν Σοφ. Ἠλ. 1350 πρβλ. ὑπεκτίθεμαι.

Greek Monolingual

Α ἐκπέμπω
αποστέλλω κρυφά.

Greek Monotonic

ὑπεκπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά μυστικά, σε Θουκ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην, στάλθηκα κρυφά, μυστικά στην Φωκίδα, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to send out secretly, Thuc., Eur.: —Pass., c. acc. loci, τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην I was sent out secretly to Phocis, Soph.

Lexicon Thucydideum

clam emittere, to send away secretly, 4.8.3.