ταλασίφρων: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[ταλάφρων]] («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ [[δέος]] εἷλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) [[καρτερόψυχος]], [[γενναιόψυχος]] («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο [[πολλά]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ταλάφρων]].
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[ταλάφρων]] («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ [[δέος]] εἷλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) [[καρτερόψυχος]], [[γενναιόψυχος]] («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο [[πολλά]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ταλάφρων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλᾰσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ (*[[τλάω]], [[φρήν]]), [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], [[υπομονετικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσίφρων Medium diacritics: ταλασίφρων Low diacritics: ταλασίφρων Capitals: ΤΑΛΑΣΙΦΡΩΝ
Transliteration A: talasíphrōn Transliteration B: talasiphrōn Transliteration C: talasifron Beta Code: talasi/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (Τλάω)

   A patient of mind, stout-hearted, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν Il.4.421; mostly as epith. of Odysseus, 11.466, Od.1.87,129, al., Hes.Th.1012; δμῶες τ. Theoc.24.50.

German (Pape)

[Seite 1065] ονος, mit duldender, ausharrender Seele, mit wagendem, kühnem Geiste, unerschrocken, muthig; bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Odysseus, Il. 11, 466 u. oft in der Od.; eben so bei Hes. Th. 1012; ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, Il. 4, 421.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (*τλάω) καρτερικός, καρτερόψυχος, ὑπομενητικός, ἀπτόητος, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, «καὶ τὸν πάνυ καρτερικὸν φόβος ἔλαβε» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 421· ὡς τὸ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπίθετον τοῦ Ὀδυσσέως, Λ. 466, Ἡσ. Θ. 1012, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ταλ. δμῶες Θεόκρ. 24. 50.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’âme courageuse.
Étymologie: τλάω, φρήν.

English (Autenrieth)

(root ταλ, φρήν): stouthearted; epith. esp. of Odysseus.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. ο ταλάφρων («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων.

Greek Monotonic

τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (*τλάω, φρήν), καρτερικός, καρτερόψυχος, υπομονετικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ.