συνηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνά]] καλυμμένος με δέντρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπαγή [[σύσταση]], πυκνή [[μάζα]], [[συμπαγής]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που καλύπτει [[κάτι]] καλά<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκυθρωπός]], κατσουφιασμένος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνηρεφές</i><br />[[σύσκιος]] [[τόπος]], [[ησκιάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνηρεφῶς</i> Μ<br />με πυκνή [[σκιά]] δένδρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>ἔρεφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]], [[σκεπάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>ηρεφής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνά]] καλυμμένος με δέντρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει συμπαγή [[σύσταση]], πυκνή [[μάζα]], [[συμπαγής]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που καλύπτει [[κάτι]] καλά<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκυθρωπός]], κατσουφιασμένος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνηρεφές</i><br />[[σύσκιος]] [[τόπος]], [[ησκιάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνηρεφῶς</i> Μ<br />με πυκνή [[σκιά]] δένδρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>ἔρεφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]], [[σκεπάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>ηρεφής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή [[σκιά]], σκιασμένος, [[δασώδης]], σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]], συννεφιασμένο, σκυθρωπό [[πρόσωπο]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρεφής Medium diacritics: συνηρεφής Low diacritics: συνηρεφής Capitals: ΣΥΝΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synērephḗs Transliteration B: synērephēs Transliteration C: synirefis Beta Code: sunhrefh/s

English (LSJ)

ές, (ἐρέφω)

   A thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957].    2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.

Greek (Liddell-Scott)

συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: σύν, ἐρέφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα
2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά
4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές
σύσκιος τόπος, ησκιάδα.
επίρρ...
συνηρεφῶς Μ
με πυκνή σκιά δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρεφής (< αμάρτυρο ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

συνηρεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή σκιά, σκιασμένος, δασώδης, σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον, συννεφιασμένο, σκυθρωπό πρόσωπο, σε Ευρ.