συνυποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[υποκρίνομαι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[υποκρίνομαι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνυποκρίνομαι:''' [ῑ], αποθ., [[ερμηνεύω]], [[υποκρίνομαι]] ως [[ηθοποιός]], [[υποκριτής]] έναν ρόλο από κοινού με άλλους· [[βοηθώ]] κάποιον να προσποιηθεί [[κάτι]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποκρίνομαι Medium diacritics: συνυποκρίνομαι Low diacritics: συνυποκρίνομαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synypokrínomai Transliteration B: synypokrinomai Transliteration C: synypokrinomai Beta Code: sunupokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ],

   A accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.

French (Bailly abrégé)

aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.

English (Strong)

from σύν and ὑποκρίνομαι; to act hypocritically in concert with: dissemble with.

English (Thayer)

1st aorist passive, συνυπεκριθην, with the force of the middle (cf. Buttmann, 52 (45)); to dissemble with: τίνι, one, Polybius 3,92, 5 and often; see Schweighaeuser, Lex. Polybius, p. 604; Plutarch, Marius, 14,17.)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνυποκρίνομαι: [ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός, υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.