συστροφία: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(40) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ευστροφία]], [[πανουργία]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> (σχετικά με συγγραφείς) [[οικειότητα]], [[γνωριμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συστροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. με σημ. «[[πανουργία]], [[επιτηδειότητα]]» [[πρέπει]] ίσως να διορθωθεί σε [[ευστροφία]], ενώ με τη σημ. «[[οικειότητα]]» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του [[συντροφιά]]]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ευστροφία]], [[πανουργία]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> (σχετικά με συγγραφείς) [[οικειότητα]], [[γνωριμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συστροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. με σημ. «[[πανουργία]], [[επιτηδειότητα]]» [[πρέπει]] ίσως να διορθωθεί σε [[ευστροφία]], ενώ με τη σημ. «[[οικειότητα]]» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του [[συντροφιά]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συστροφία:''' ἡ изворотливость, хитрость Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.). II familiarity with an author, f.l. for συντρ-, D.H.Din. 7; also f.l. for συντρ- in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.
Greek (Liddell-Scott)
συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].
Russian (Dvoretsky)
συστροφία: ἡ изворотливость, хитрость Polyb.