Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υδατοπέδιο: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />η [[περιοχή]] από την οποία [[ένας]] [[ποταμός]] δέχεται τα νερά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>, <i>ύδατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πεδίο]] (<b>πρβλ.</b> <i>ορο</i>-<i>πέδιο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br />η [[περιοχή]] από την οποία [[ένας]] [[ποταμός]] δέχεται τα νερά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύδωρ</i>, <i>ύδατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πεδίο]] ([[πρβλ]]. [[οροπέδιο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. οροπέδιο)].