Χημία: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(46)
(4b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[Αίγυπτος]], η γη της Αιγύπτου<br /><b>2.</b> το μαύρο [[τμήμα]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή [[γλώσσα]] για να δηλωθεί το [[κράτος]] της Αιγύπτου (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmt</i>, κοπτικό <i>XHΜΙ</i>), του οποίου η αρχική σημ. [[είναι]] «μαύρη [[χώρα]]» (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmm</i> «[[είμαι]] [[μαύρος]]»)].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[Αίγυπτος]], η γη της Αιγύπτου<br /><b>2.</b> το μαύρο [[τμήμα]] του ματιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή [[γλώσσα]] για να δηλωθεί το [[κράτος]] της Αιγύπτου (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmt</i>, κοπτικό <i>XHΜΙ</i>), του οποίου η αρχική σημ. [[είναι]] «μαύρη [[χώρα]]» (<b>πρβλ.</b> αιγυπτιακό <i>Kmm</i> «[[είμαι]] [[μαύρος]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''Χημία:''' ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χημία Medium diacritics: Χημία Low diacritics: Χημία Capitals: ΧΗΜΙΑ
Transliteration A: Chēmía Transliteration B: Chēmia Transliteration C: CHimia Beta Code: *xhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A Black-land. Chemmi, Egyptian name for Egypt, Plu. 2.364c. (Egypt. Kmt, Copt. <*> 'Egypt'.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η Αίγυπτος, η γη της Αιγύπτου
2. το μαύρο τμήμα του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική του ονόματος που χρησιμοποιείται στην αιγυπτιακή γλώσσα για να δηλωθεί το κράτος της Αιγύπτου (πρβλ. αιγυπτιακό Kmt, κοπτικό XHΜΙ), του οποίου η αρχική σημ. είναι «μαύρη χώρα» (πρβλ. αιγυπτιακό Kmm «είμαι μαύρος»)].

Russian (Dvoretsky)

Χημία: ἡ Хемия (егип. название Египта) Plut.