ἀπονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(3)
 
(6_14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)poni/namai
|Beta Code=a)poni/namai
|Definition=Med., fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο <span class="bibl">Il.24.556</span>, 3pl. ἀποναίατο <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>132</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>211</span> (lyr.); inf. ἀπόνασθαι <span class="bibl">A.R.2.196</span>; part. ἀπονήμενος <span class="bibl">Od.24.30</span>: later aor. I ἀπωνάμην <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>52</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.89C.</span>:—<b class="b2">have the use</b> or <b class="b2">enjoyment of</b> a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο <span class="bibl">Il. 17.25</span>; <b class="b3">τῶνδ' ἀπόναιο</b> <b class="b2">mayest</b> thou <b class="b2">have joy of</b> them, ib.<span class="bibl">24.556</span>; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>211</span>: without gen., <b class="b3">ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> married her but <b class="b2">had</b> no <b class="b2">joy</b> [of it], <span class="bibl">Od.11.324</span>; <b class="b3">θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> ib.<span class="bibl">17.293</span>, cf. <span class="bibl">16.120</span>; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο <span class="bibl">Hdt.1.168</span>.</span>
|Definition=Med., fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο <span class="bibl">Il.24.556</span>, 3pl. ἀποναίατο <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>132</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>211</span> (lyr.); inf. ἀπόνασθαι <span class="bibl">A.R.2.196</span>; part. ἀπονήμενος <span class="bibl">Od.24.30</span>: later aor. I ἀπωνάμην <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>52</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.89C.</span>:—<b class="b2">have the use</b> or <b class="b2">enjoyment of</b> a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο <span class="bibl">Il. 17.25</span>; <b class="b3">τῶνδ' ἀπόναιο</b> <b class="b2">mayest</b> thou <b class="b2">have joy of</b> them, ib.<span class="bibl">24.556</span>; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>211</span>: without gen., <b class="b3">ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> married her but <b class="b2">had</b> no <b class="b2">joy</b> [of it], <span class="bibl">Od.11.324</span>; <b class="b3">θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> ib.<span class="bibl">17.293</span>, cf. <span class="bibl">16.120</span>; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο <span class="bibl">Hdt.1.168</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] [[αὐτοῦ]], ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
}}
}}

Revision as of 09:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονίνᾰμαι Medium diacritics: ἀπονίναμαι Low diacritics: απονίναμαι Capitals: ΑΠΟΝΙΝΑΜΑΙ
Transliteration A: aponínamai Transliteration B: aponinamai Transliteration C: aponinamai Beta Code: a)poni/namai

English (LSJ)

Med., fut.

   A ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο Il.24.556, 3pl. ἀποναίατο h.Cer.132, S.El.211 (lyr.); inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196; part. ἀπονήμενος Od.24.30: later aor. I ἀπωνάμην Luc.Am.52, Procl.in Alc.p.89C.:—have the use or enjoyment of a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25; τῶνδ' ἀπόναιο mayest thou have joy of them, ib.24.556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. l.c.; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο S.El.211: without gen., ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.11.324; θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο ib.17.293, cf. 16.120; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονίναμαι: μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν οὐδαμοῦ εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἄνευ αὐξήσ. ἀπονήμην, ἀπόνητο Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. ἀπόναιο Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. ἀπονήμενος Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, ἀπολαύω αὐτοῦ, ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ ἀπόναιο, «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· τιμῆς ἀπονήμενος Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική συχνάκις παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε Θησεύς... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη ὅμως, Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ ἀπόνητο Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.