συνάλθομαι: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(για [[τραύμα]] ή [[κάταγμα]]) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλθομαι]], αρχαιότερος [[αμάρτυρος]] τ. ενεστ. του [[ἀλθαίνω]] «[[θεραπεύω]]» (<b>βλ.</b>λ. [[αλθαίνω]])]. | |mltxt=Α<br />(για [[τραύμα]] ή [[κάταγμα]]) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλθομαι]], αρχαιότερος [[αμάρτυρος]] τ. ενεστ. του [[ἀλθαίνω]] «[[θεραπεύω]]» (<b>βλ.</b>λ. [[αλθαίνω]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-άλθομαι helen, aaneengroeien (van botbreuken). Hp. Art. 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. inf. -αλθεσθῆναι, Pass.,
A heat up, of a wound or fracture, Hp.Art.14; also in the form συναλθάσσομαι, Id.Fract.9 (v.l. -αλθέεται).
Greek (Liddell-Scott)
συνάλθομαι: ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― θεραπεύω, ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758.
Greek Monolingual
Α
(για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
Greek Monolingual
Α
(για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-άλθομαι helen, aaneengroeien (van botbreuken). Hp. Art. 14.