κωπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωπεύω]] (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεκώπευται [[στρατός]]» — ο [[στρατός]] έχει το [[χέρι]] στη [[λαβή]] του ξίφους, [[είναι]] [[έτοιμος]] να πολεμήσει.
|mltxt=[[κωπεύω]] (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεκώπευται [[στρατός]]» — ο [[στρατός]] έχει το [[χέρι]] στη [[λαβή]] του ξίφους, [[είναι]] [[έτοιμος]] να πολεμήσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κώπη]]), κινούμαι προς τα [[εμπρός]] με [[κουπιά]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπεύω Medium diacritics: κωπεύω Low diacritics: κωπεύω Capitals: ΚΩΠΕΥΩ
Transliteration A: kōpeúō Transliteration B: kōpeuō Transliteration C: kopeyo Beta Code: kwpeu/w

English (LSJ)

   A propel with oars, βᾶριν AP 7.365 (Zon.).    II (κώπη 2) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1546] rudern, das Schiff mit Rudern fortbewegen, Zonas 7 (VII, 365). Nach Hesych. auch κεκώπευται ὁ στρατός, von einem schlagfertigen Heere, wo der Soldat die Hand an den Schwertgriff legt. Bei demselben steht auch κεκώπηται ἡ ναῦς, von κωπάω od. κωπέω. Vgl. Att. Seew. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

κωπεύω: (κώπη) θέτω εἰς κίνησιν διὰ τῶν κωπῶν, κινῶ, βᾶριν Ἀνθ. Π. 7. 365. ΙΙ. κεκώπευται στρατός, «ἐξεσπάθωσε», ἔσυρε τὸ ξίφος, (πρβλ. κώπη 2), παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

pousser à force de rames.
Étymologie: κώπη.

Greek Monolingual

κωπεύω (Α) κώπη
1. κωπηλατώ
2. φρ. «κεκώπευται στρατός» — ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή του ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει.

Greek Monotonic

κωπεύω: μέλ. -σω (κώπη), κινούμαι προς τα εμπρός με κουπιά, σε Ανθ.