αλοσάχνη: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἁλοσάχνη]]<br />Ν και [[αλισάχνη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άχνη]] αλατιού, [[λεπτό]] [[στρώμα]] από [[αλάτι]] που παραμένει [[επάνω]] στο [[πρόσωπο]] ή στο [[έδαφος]] ύστερα από την [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἁλὸς [[ἄχνη]]<br />α) «ἀφρῶδες [[ἐπάνθισμα]] τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)<br />β) [[αφρός]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, -<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄχνη]]. Ο τ. <i>ἁλισάχνη</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> [[αντί]] του -<i>ο</i>- πρβλ. και <i>κακιποδιά</i> [[αντί]] <i>κακοποδιά</i>, <i>κωλισαύρα</i> [[αντί]] [[κωλοσαύρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοσαχνιάζω]]].
|mltxt=η (Α [[ἁλοσάχνη]]<br />Ν και [[αλισάχνη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άχνη]] αλατιού, [[λεπτό]] [[στρώμα]] από [[αλάτι]] που παραμένει [[επάνω]] στο [[πρόσωπο]] ή στο [[έδαφος]] ύστερα από την [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἁλὸς [[ἄχνη]]<br />α) «ἀφρῶδες [[ἐπάνθισμα]] τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)<br />β) [[αφρός]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, -<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄχνη]]. Ο τ. <i>ἁλισάχνη</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> [[αντί]] του -<i>ο</i>- πρβλ. και <i>κακιποδιά</i> [[αντί]] <i>κακοποδιά</i>, <i>κωλισαύρα</i> [[αντί]] [[κωλοσαύρα]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοσαχνιάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἁλοσάχνη
Ν και αλισάχνη)
νεοελλ.
άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
αρχ.
ἁλὸς ἄχνη
α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών)
β) αφρός της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλς, -ός + ἄχνη. Ο τ. ἁλισάχνη κατά τα πολλά ονόματα με α΄ συνθετικό ἁλι-. (Για το συνδετικό φωνήεν -ι αντί του -ο- πρβλ. και κακιποδιά αντί κακοποδιά, κωλισαύρα αντί κωλοσαύρα κ.λπ.).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλοσαχνιάζω].