ἄγκαθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγκᾰθεν:''' επίρρ. όπως το [[ἀγκάς]],<br /><b class="num">I.</b> στην [[αγκαλιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί [[ἀνέκαθεν]], εφόσον το <i>ἀγκ-</i> υπάρχει αντί του <i>ἀνακ-</i> και [[ουδέποτε]] αντί του <i>ἀνεκ-</i>.
|lsmtext='''ἄγκᾰθεν:''' επίρρ. όπως το [[ἀγκάς]],<br /><b class="num">I.</b> στην [[αγκαλιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί [[ἀνέκαθεν]], εφόσον το <i>ἀγκ-</i> υπάρχει αντί του <i>ἀνακ-</i> και [[ουδέποτε]] αντί του <i>ἀνεκ-</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγκᾰθεν:''' <b class="num">I</b> adv. в объятия, обнимая: ἄ. [[λαβεῖν]] τι Aesch. обхватить что-л. руками.<br /><b class="num">II</b> adv. (= [[ἀνέκαθεν]]) наверху, сверху: στέγης ἄ. Aesch. на кровле.
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγκᾰθεν Medium diacritics: ἄγκαθεν Low diacritics: άγκαθεν Capitals: ΑΓΚΑΘΕΝ
Transliteration A: ánkathen Transliteration B: ankathen Transliteration C: agkathen Beta Code: a)/gkaqen

English (LSJ)

Adv.

   A in the arms, ἄ. λαβεῖν τι A.Eu.80.    2 resting on the elbows, A.Ag.3; also expl. as contr. for ἀνέκαθεν, = ἄνωθεν, on the top, cf. Sch. ad l. c., Hsch., AB337.

German (Pape)

[Seite 14] 1) = ἀγκάς, βρέτας ἄγκ. λαβών, in die Arme fassend, Aesch. Eum. 80. – 2) = ἀνέκαθεν, Aesch. Ag. 3, von oben, wo es aber auch ist: auf den Ellnbogen gestützt.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγκᾰθεν: ἐπίρρ. ὡς τὸ ἀγκάς, ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ ἀνέκαθεν = ἄνωθεν, ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, μετὰ κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, οὐδέποτε δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 ἀνέκαθεν ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον.

French (Bailly abrégé)

adv.
en embrassant.
Étymologie: cf. ἀγκάς.
2poét. c. ἀνέκαθεν.

Spanish (DGE)

(ἄγκᾰθεν)
adv.
1 en brazos λαβεῖν βρέτας A.Eu.80.
2 de codos, de bruces κοιμώμενος στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν A.A.3, cf. ref. a este pasaje c. una interpr. errónea como sínc. de ἀνέκαθεν desde el principio, desde hace tiempo Sch.A.A.3a-b, Hsch.s.u. ἀγρίαθεν (ap.crít.), Phot.α 181, AB 337.

Greek Monotonic

ἄγκᾰθεν: επίρρ. όπως το ἀγκάς,
I. στην αγκαλιά, σε Αισχύλ.
II. με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί ἀνέκαθεν, εφόσον το ἀγκ- υπάρχει αντί του ἀνακ- και ουδέποτε αντί του ἀνεκ-.

Russian (Dvoretsky)

ἄγκᾰθεν: I adv. в объятия, обнимая: ἄ. λαβεῖν τι Aesch. обхватить что-л. руками.
II adv. (= ἀνέκαθεν) наверху, сверху: στέγης ἄ. Aesch. на кровле.