ἁβρόπλουτος: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁβρόπλουτος:''' -ον, [[άφθονος]], [[πολυτελής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἁβρόπλουτος:''' -ον, [[άφθονος]], [[πολυτελής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁβρόπλουτος:''' изысканно-роскошный, пышный ([[χλιδή]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A richly luxuriant, χαίτη E.IT1148.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρόπλουτος: -ον, πλουσίως χλιδανός, Εὐρ. Ι. Τ. 1148. Περὶ τοῦ χωρίου τούτου, ἐν ᾧ εὑρίσκεται ἡ λέξις αὕτη, οὐδόλως συμφωνοῦσιν οἱ φιλόλογοι· ὁ Γ. Δινδόρφιος ἔχει: «χαίτας ἁβρόπλουτον ἐς ἔριν ὀρνυμένα», ὁ Πάλεϋ: «χαίτας τ’ εἰς ἔριν ἁβρόπλουτον ὀρνυμένα», κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
luxuriant, opulent.
Étymologie: ἁβρός, πλοῦτος.
Spanish (DGE)
-ον
propio de la riqueza de algo fino o delicado ἁ. χαίτα sedoso cabello E.IT 1148.
Greek Monotonic
ἁβρόπλουτος: -ον, άφθονος, πολυτελής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρόπλουτος: изысканно-роскошный, пышный (χλιδή Eur.).