ἀγλαώψ: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγλαώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, [[ακτινοβόλος]], [[αστραφτερός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀγλαώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, [[ακτινοβόλος]], [[αστραφτερός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγλαώψ:''' ῶπος adj. со сверкающим взором, т. е. сверкающий, яркий ([[πεύκη]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαώψ Medium diacritics: ἀγλαώψ Low diacritics: αγλαώψ Capitals: ΑΓΛΑΩΨ
Transliteration A: aglaṓps Transliteration B: aglaōps Transliteration C: aglaops Beta Code: a)glaw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A bright-eyed, beaming, πεύκη S.OT214 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante (torche).
Étymologie: ἀγλαός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ῶπος de espléndido aspecto πεύκη S.OT 214.

Greek Monotonic

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαώψ: ῶπος adj. со сверкающим взором, т. е. сверкающий, яркий (πεύκη Soph.).