ἀθεεί: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθεεί:''' επίρρ. ([[θεός]]), αυτός που δεν έχει τη [[βοήθεια]], τη [[συνδρομή]], την [[αρωγή]] του θεού· οὐκ [[ἀθεεί]], αυτό που ο Οράτ. παραθέτει ως [[non]] [[sine]] [[Dis]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀθεεί:''' επίρρ. ([[θεός]]), αυτός που δεν έχει τη [[βοήθεια]], τη [[συνδρομή]], την [[αρωγή]] του θεού· οὐκ [[ἀθεεί]], αυτό που ο Οράτ. παραθέτει ως [[non]] [[sine]] [[Dis]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθεεί:''' adv. не по воле богов: οὐκ ἀ. Hom. не без воли богов. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (θεός)
A without the aid of God, mostly with neg., οὐκ ἀθεεί Od.18.353, Philostr.VS1.21.2, D.C.59.12, Plot.4.3.16, Nonn. D.7.178, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans le secours des dieux.
Étymologie: ἀ, θεός.
English (Autenrieth)
(θεός), adv.: without god; οὐκ ἀθεεὶ ὅδ' ἀνὴρ... ἥκει (i. e. ‘he is a godsend to us’), said in mockery, Od. 18.353†.
Spanish (DGE)
adv. sin la ayuda de un dios οὐκ ἀ. ὅδ' ἀνὴρ ... ἵκει Od.18.353, cf. Mosch.2.152, Philostr.VS 516, Plot.4.3.16, Nonn.D.7.178, 22.384, Hsch.
Greek Monotonic
ἀθεεί: επίρρ. (θεός), αυτός που δεν έχει τη βοήθεια, τη συνδρομή, την αρωγή του θεού· οὐκ ἀθεεί, αυτό που ο Οράτ. παραθέτει ως non sine Dis, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθεεί: adv. не по воле богов: οὐκ ἀ. Hom. не без воли богов.