ἄκορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκορος:''' -ον = [[ἀκόρεστος]]· [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], [[αδιάλειπτος]], [[συνεχής]], Λατ. [[improbus]], [[εἰρεσία]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἄκορος:''' -ον = [[ἀκόρεστος]]· [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], [[αδιάλειπτος]], [[συνεχής]], Λατ. [[improbus]], [[εἰρεσία]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκορος:''' неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκορος Medium diacritics: ἄκορος Low diacritics: άκορος Capitals: ΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: ákoros Transliteration B: akoros Transliteration C: akoros Beta Code: a)/koros

English (LSJ)

ον,

   A = ἀκόρεστος: untiring, ceaseless, εἰρεσία Pi.P.4.202.

German (Pape)

[Seite 77] (unersättlich), ununterbrochen, εἰρεσία Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκορος: -ον, ἀκόρεστος: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, ἀδιάκοπος, εἰρεσία, Πινδ. Π. 4. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable, infatigable.
Étymologie: ἀ, κόρος.

English (Slater)

ᾰκορος, -ον
   1 without tedium, weariness εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (P. 4.202)

Spanish (DGE)

-ον
incansable εἰρεσία Pi.P.4.202, τὸν ἄκορον βοᾶς ... Ἄρη A.Supp.635.

Greek Monolingual

ἄκορος, -ον (Α)
ο αδιάκοπος
«ἄκορος εἰρεσία» (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κόρος < κορέννυμι.
ΠΑΡ. ἀκορία (Ι)].

Greek Monotonic

ἄκορος: -ον = ἀκόρεστος· ακούραστος, ακαταπόνητος, αδιάλειπτος, συνεχής, Λατ. improbus, εἰρεσία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκορος: неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).