ἀειφλεγής: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀειφλεγής:''' -ές ([[φλέγω]]), αυτός που καίει [[πάντοτε]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀειφλεγής:''' -ές ([[φλέγω]]), αυτός που καίει [[πάντοτε]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀειφλεγής:''' всегда жгущий, жгучий ([[ἄλγος]] Anth. - v. l. к ἀφειδὲς [[ἄγγος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 41] ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειφλεγής: -ές, ὁ ἀεὶ φλέγων, Γρηγ. Ναζ. πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 409.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
toujours brûlant.
Étymologie: ἀεί, φλέγω.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. ἀειφλεγέα]
siempre llameantede Pandora δαλός ἀ. Gr.Naz.Mul.Orn.122.
Greek Monotonic
ἀειφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που καίει πάντοτε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀειφλεγής: всегда жгущий, жгучий (ἄλγος Anth. - v. l. к ἀφειδὲς ἄγγος).