ἀμφίκρανος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίκρᾱνος:''' Ιων. -κρηνος, <i>-ον</i> ([[κάρα]]), <b>I.=</b>[[ἀμφικάρηνος]], αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που περιτυλίγει το [[κεφάλι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμφίκρᾱνος:''' Ιων. -κρηνος, <i>-ον</i> ([[κάρα]]), <b>I.=</b>[[ἀμφικάρηνος]], αυτός που έχει [[δύο]] κεφάλια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που περιτυλίγει το [[κεφάλι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίκρᾱνος:''' ион. [[ἀμφίκρηνος]] 2<br /><b class="num">1)</b> двуглавый или многоглавый ([[ὕδρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> окружающий голову ([[πῖλος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκρᾱνος Medium diacritics: ἀμφίκρανος Low diacritics: αμφίκρανος Capitals: ΑΜΦΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: amphíkranos Transliteration B: amphikranos Transliteration C: amfikranos Beta Code: a)mfi/kranos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀμφικάρηνος, E.HF1274; ῥάβδος, of Hermes' wand, S.Fr.701.    II surrounding the head, in Ion. form -κρηνος, AP6.90 (Phil.), prob. l. in Nic.Al.417.

German (Pape)

[Seite 140] zweiköpfig, Hydra, Eur. Herc. Fur. 1274.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκρανος: -ον, = ἀμφικάρηνος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 hérissé de têtes tout autour en parl. de l’hydre;
2 qui entoure ou couvre la tête.
Étymologie: ἀμφί, κρανίον.

Spanish (DGE)

(ἀμφίκρᾱνος) -ον

• Alolema(s): jón. ἀμφίκρηνος AP 6.90 (Phil.), Nic.Al.417
1 de dos cabezasdel caduceo de Hermes adornado con dos cabezas de serpiente ἀ. ῥάβδος S.Fr.701, Hsch.
erizado de cabezas de la Hidra τήν τ' ἀμφίκρανον ... κύνα ὕδραν E.HF 1274.
2 que rodea la cabeza de una capucha o tipo de bonete con orejeras πῖλον ἀμφίκρηνον ὕδασι στέγην AP 6.90 (Phil.)
subst. τὸ ἀ. especie de bandeleta ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι rehusando unos muchachos las bandeletas que ciñen el cabello Nic.Al.417.

Greek Monolingual

ἀμφίκρανος, -ον (Α)
ο αμφικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κρανος < κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α' και συχνά ως β' συνθετικό].

Greek Monotonic

ἀμφίκρᾱνος: Ιων. -κρηνος, -ον (κάρα), I.=ἀμφικάρηνος, αυτός που έχει δύο κεφάλια, σε Ευρ.
II. αυτός που περιτυλίγει το κεφάλι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκρᾱνος: ион. ἀμφίκρηνος 2
1) двуглавый или многоглавый (ὕδρα Eur.);
2) окружающий голову (πῖλος Anth.).